στραβωμάρα — η 1. τυφλότητα: Στραβωμάρα έχεις και δε βλέπεις πού πατάς; 2. απροσεξία: Από στραβωμάρα έκανα αυτό το λάθος. 3. αναποδιά, κακοτυχία: Φοβάμαι μη μου τύχει καμιά στραβωμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek
στραβάδα — η, Ν [στραβός] 1. η ιδιότητα τού στραβού, τού λοξού («στραβάδα τού ξύλου») 2. η ιδιότητα τού τυφλού, στραβωμάρα … Dictionary of Greek
στραβομάρα — η, Ν βλ.στραβωμάρα … Dictionary of Greek
τυφλότητα — η η έλλειψη της όρασης, η τύφλωση, η τύφλα, η στραβωμάρα (κυριολ. και μτφ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφλα — η 1. τυφλότητα, τύφλωση, στραβωμάρα. 2. ως επιφ., άκλ., τύφλα!, χρησιμοποιείται για χλευασμό ανθρώπου που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια. 3. μούντζα, φάσκελο, φασκελιά: Να χαθείς! του είπα και του δωσα μια τύφλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)